- ἀταραξίας
- ἀταραξίᾱς , ἀταραξίαimpassivenessfem acc plἀταραξίᾱς , ἀταραξίαimpassivenessfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απάθεια — Αδιαφορία, αναλγησία, αναισθησία, ηρεμία, ψυχραιμία. (Ιατρ.) Παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με ολοκληρωτική αδιαφορία προς τα εξωτερικά συμβαίνοντα που προσπίπτουν στην αντίληψη, και την άμβλυνση ή την απουσία των συγκινησιακών αντιδράσεων… … Dictionary of Greek
βούληση — Η θέληση, η επιθυμία· επίσης πρόθεση, σκοπός. Η μυθική έννοια της β., αγνοημένη κάπως από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, πολλοί από τους οποίους εκθείαζαν αντίθετα την κατάσταση της αβουλίας ή αταραξίας, απέκτησε προοδευτικά αξία με τον… … Dictionary of Greek
μονία — (I) μονία και ιων. τ. μονίη, ἡ (Α) κατάσταση ακινησίας ή αταραξίας, σταθερότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την ετεροιωμένη βαθμίδα μον τού μένω* (πρβλ. μονή), κατ απόσπαση από τα σύνθ. εμμονίη καταμονίη,]. (II) μονία, ἡ (ΑΜ, Α ιων. τ. μονίη) [μόνος] το να ζει … Dictionary of Greek
κυρηναϊκοί — Φιλόσοφοι της αποκαλούμενης Κυρηναϊκής σχολής, της οποίας την ίδρυση η αρχαία παράδοση αποδίδει –γεγονός που σήμερα αμφισβητείται– στον Αρίστιππο (5ος –4ος αι. π.Χ.), μία από τις επιφανέστερες προσωπικότητες που είχαν συνδεθεί με τον Σωκράτη. Η… … Dictionary of Greek
Νεπάλ — Χώρα της νότιας Ασίας. Συνορεύει Β με την Κίνα και Α, Ν και Δ με την Ινδία.Tο Ν., που βρίσκεται ανάμεσα στα υψίπεδα του Θιβέτ και στην πεδιάδα του Γάγγη, εκτείνεται δίπλα στις μεσημβρινές πλαγιές των Iμαλαΐων, σε μια εδαφική έκταση σχεδόν… … Dictionary of Greek
Νταβίντ, Ζακ-Λουί — (Jacques LouisDavid, Παρίσι 1748 – Βρυξέλλες 1825). Γάλλος ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του 19ου αι. και ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του νεοκλασικισμού. Οι επιδράσεις από την τέχνη του πρώτου του δάσκαλου, του Φρανσουά… … Dictionary of Greek
Οράτιος — (Quintus Horatius Flaccus, Βενουσία 65 – Ρώμη 8 π.Χ.). Λατίνος ποιητής. Γιος ενός απελεύθερου, χρωστούσε στις θυσίες και στην έξυπνη καθοδήγηση του πατέρα του τη φιλολογική του μόρφωση, την αντάξια ενός ευγενούς, καθώς επίσης και τη στέρεη ηθική… … Dictionary of Greek
Σενέκας, Λεύκιος Ανναίος — (Lucius Annaeus Seneca). Λατίνος φιλόσοφος και συγγραφέας (Κόρδοβα περ. 4 αι. π.Χ. Ρώμη 65 μ.Χ.). Γιος του ρήτορα Σενέκα του Πρεσβυτέρου, αφού έζησε αρκετό καιρό στην Αίγυπτο, μπήκε στην αυλή του Καλιγούλα, ανέλαβε αξιώματα και παράλληλα ασκούσε… … Dictionary of Greek